ἀκάτακτος: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no se rompe]], [[indemne]] κεραμεᾶ σκεύη συνκρούοντα ... ἀδαμαντίνοις ἀκάτακτα διαμενεῖ<ν> Phld.<i>Mort</i>.39.5.<br /><b class="num">2</b> [[irrompible]] Arist.<i>Mete</i>.385<sup>a</sup>14. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no se rompe]], [[indemne]] κεραμεᾶ σκεύη συνκρούοντα ... ἀδαμαντίνοις ἀκάτακτα διαμενεῖ<ν> Phld.<i>Mort</i>.39.5.<br /><b class="num">2</b> [[irrompible]] Arist.<i>Mete</i>.385<sup>a</sup>14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκάτακτος]], -ον (Α) [[κατάγνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[άθραυστος]], ο [[ατσάκιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει σπάσει. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be broken, Arist.Mete.385a14; unbroken, Phld.Mort.39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάτακτος: -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se rompe, indemne κεραμεᾶ σκεύη συνκρούοντα ... ἀδαμαντίνοις ἀκάτακτα διαμενεῖ<ν> Phld.Mort.39.5.
2 irrompible Arist.Mete.385a14.
Greek Monolingual
ἀκάτακτος, -ον (Α) κατάγνυμι
1. αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο άθραυστος, ο ατσάκιστος
2. αυτός που δεν έχει σπάσει.