ἀλοηδάριον: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />[[áloes]], [[acíbar]] ἀλοηδάρια ἀλύπως καθαίροντα Aët.3.101.
|dgtxt=-ου, τό<br />[[áloes]], [[acíbar]] ἀλοηδάρια ἀλύπως καθαίροντα Aët.3.101.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλοηδάριον]], το (Μ) [[ἀλόη]]<br />καθαρτικό παρασκευασμένο από [[αλόη]].
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλοηδάριον Medium diacritics: ἀλοηδάριον Low diacritics: αλοηδάριον Capitals: ΑΛΟΗΔΑΡΙΟΝ
Transliteration A: aloēdárion Transliteration B: aloēdarion Transliteration C: aloidarion Beta Code: a)lohda/rion

English (LSJ)

τό,

   A purgative prepared from aloes, Aët.3.100,al.

German (Pape)

[Seite 108] τό, Aloetrank, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλοηδάριον: τὸ, φάρμακον καθαρτικὸν παρασκευαζόμενον ἐκ τῆς ἀλόης, Ἰατρ.

Spanish (DGE)

-ου, τό
áloes, acíbar ἀλοηδάρια ἀλύπως καθαίροντα Aët.3.101.

Greek Monolingual

ἀλοηδάριον, το (Μ) ἀλόη
καθαρτικό παρασκευασμένο από αλόη.