ἀλυταρχία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
(big3_3)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[jefatura de policía]] en Siria <i>Cod.Iust</i>.1.36.
|dgtxt=-ας, ἡ [[jefatura de policía]] en Siria <i>Cod.Iust</i>.1.36.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλυταρχία]], η (AM) [[ἀλυτάρχης]]<br />το [[αξίωμα]] και το [[έργο]] του αλυτάρχη.
}}
}}

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλυταρχία Medium diacritics: ἀλυταρχία Low diacritics: αλυταρχία Capitals: ΑΛΥΤΑΡΧΙΑ
Transliteration A: alytarchía Transliteration B: alytarchia Transliteration C: alytarchia Beta Code: a)lutarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office of ἀλυτάρχης, Cod.Just.1 36.1; cf. ἀλύτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλυταρχία: ἡ, ἡ τοῦ ἀλυτάρχου ἀρχή, Κῶδ. Ἰουστιν. 1, 36, 1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ jefatura de policía en Siria Cod.Iust.1.36.

Greek Monolingual

ἀλυταρχία, η (AM) ἀλυτάρχης
το αξίωμα και το έργο του αλυτάρχη.