ἀνάμικτος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(big3_4)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάμικτος''': -ον, ὁ μὴ ἀναμεμιγμένος, Ὀριγέν. κατὰ Μαρκίωνος 3. σ. 78, Wetst.
|lstext='''ἀνάμικτος''': -ον, ὁ μὴ [[ἀναμεμιγμένος]], Ὀριγέν. κατὰ Μαρκίωνος 3. σ. 78, Wetst.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[mezclado]] Gr.Naz.M.35.616B, θροῦν καὶ βοῦν ... ἀνάμικτον Sch.A.<i>Th</i>.330M.
|dgtxt=-ον<br />[[mezclado]] Gr.Naz.M.35.616B, θροῦν καὶ βοῦν ... ἀνάμικτον Sch.A.<i>Th</i>.330M.
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 29 March 2023

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάμικτος: -ον, ὁ μὴ ἀναμεμιγμένος, Ὀριγέν. κατὰ Μαρκίωνος 3. σ. 78, Wetst.

Spanish (DGE)

-ον
mezclado Gr.Naz.M.35.616B, θροῦν καὶ βοῦν ... ἀνάμικτον Sch.A.Th.330M.