ἀνδραποδιστικός: Difference between revisions
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(big3_4) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[referente al rapto]], [[del raptar para esclavizar]] ἡ ἀνδραποδιστική (τέχνη) el arte de esclavizar</i>, el arte del mercader de esclavos</i> Pl.<i>Sph</i>.222c<br /><b class="num">•</b>quizá adv. ἀνδραποδιστικώτατα Eup.396. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[referente al rapto]], [[del raptar para esclavizar]] ἡ ἀνδραποδιστική (τέχνη) el arte de esclavizar</i>, el arte del mercader de esclavos</i> Pl.<i>Sph</i>.222c<br /><b class="num">•</b>quizá adv. ἀνδραποδιστικώτατα Eup.396. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνδραποδιστικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τον ανδραποδισμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = -ιστήριος: ἡ-κή (sc. τέχνη) man-stealing, kidnapping, Pl.Sph.222c. Adv., Sup. -ιστικώτατα Eup.396.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰποδιστικός: -ή, -όν, = ἀνδραποδιστήριος: - ἡ ἀνδραποδιστική, δηλ. ἡ τέχνη τοῦ ἀνδραποδίζειν, ἡ σωματεμπορία, Πλάτ. Σοφ. 222C: - Ὑπερθ. ἐπίρρ. ἀνδραποδιστικώτατα Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 77 (Πολυδ. Γ΄, 77).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
referente al rapto, del raptar para esclavizar ἡ ἀνδραποδιστική (τέχνη) el arte de esclavizar, el arte del mercader de esclavos Pl.Sph.222c
•quizá adv. ἀνδραποδιστικώτατα Eup.396.
Greek Monolingual
ἀνδραποδιστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει σχέση με τον ανδραποδισμό.