ἀπευκτός: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[execrable]] πήματα A.<i>A</i>.638, [[ἀνήρ]] A.<i>Supp</i>.790, τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.<i>Lg</i>.628c, σύνοδος Hld.7.25.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀπευκτά Pl.<i>Ep</i>.353e, Luc.<i>Laps</i>.2.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[execrable]] πήματα A.<i>A</i>.638, [[ἀνήρ]] A.<i>Supp</i>.790, τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.<i>Lg</i>.628c, σύνοδος Hld.7.25.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀπευκτά Pl.<i>Ep</i>.353e, Luc.<i>Laps</i>.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπευκτός]], -ή, -όν (Α) [[απεύχομαι]]<br />ο [[απευκταίος]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπευκτός Medium diacritics: ἀπευκτός Low diacritics: απευκτός Capitals: ΑΠΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: apeuktós Transliteration B: apeuktos Transliteration C: apefktos Beta Code: a)peukto/s

English (LSJ)

ή, όν, Luc.Pseudol.12, Hld.7.25: (ἀπεύχομαι):—

   A to be deprecated, abominable, πήματα A.Ag.638; ἀ. τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.Lg.628c; τὰ ἀ. Id.Ep.353e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπευκτός: -ή, -όν, Λουκ. Ψευδολ. 12, Ἡλιόδ. 7. 25 (ἀπεύχομαι): ὅν τις εὔχεται νὰ μὴ ἔχῃ, ἐπάρατος, πήματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 638· ἀπ. τὸ δεηθῆναι τούτων Πλάτ. Νόμ. 628C· τὰ ἀπ. ὁ αὐτ. Ἐπιστ. 353Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
détestable, odieux.
Étymologie: ἀπεύχομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
execrable πήματα A.A.638, ἀνήρ A.Supp.790, τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.Lg.628c, σύνοδος Hld.7.25.6
subst. τὰ ἀπευκτά Pl.Ep.353e, Luc.Laps.2.

Greek Monolingual

ἀπευκτός, -ή, -όν (Α) απεύχομαι
ο απευκταίος.