ἀποπαρθενεύω: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(big3_6)
(5)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> en v. act. [[mantenerse virgen]] (en alusión a οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτούς <i>Eu.Matt</i>.19.12), Meth.<i>Symp</i>.1.1 (p.7.13).<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[dejar de ser virgen]] entre los saurómatas αἱ γυναῖκες ... οὐκ ἀποπαρθενεύονται δέ, μέχρις ... Hp.<i>Aër</i>.17.
|dgtxt=<b class="num">1</b> en v. act. [[mantenerse virgen]] (en alusión a οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτούς <i>Eu.Matt</i>.19.12), Meth.<i>Symp</i>.1.1 (p.7.13).<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[dejar de ser virgen]] entre los saurómatas αἱ γυναῖκες ... οὐκ ἀποπαρθενεύονται δέ, μέχρις ... Hp.<i>Aër</i>.17.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποπαρθενεύω]] κ. ἀποπαρθενῶ (-όω) (Α)<br />[[ξεπαρθενεύω]], [[διακορεύω]].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 318] entjungfern; pass., aufhören Jungfrau zu sein, heirathen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπαρθενεύω: ἀποστερῶ τῆς παρθενίας, διακορεύω, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. 10˙ καὶ ἀποπαρθενόω, Ἑβδ. (Σειρὰχ κ΄, 3).

Spanish (DGE)

1 en v. act. mantenerse virgen (en alusión a οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτούς Eu.Matt.19.12), Meth.Symp.1.1 (p.7.13).
2 en v. med. dejar de ser virgen entre los saurómatas αἱ γυναῖκες ... οὐκ ἀποπαρθενεύονται δέ, μέχρις ... Hp.Aër.17.

Greek Monolingual

ἀποπαρθενεύω κ. ἀποπαρθενῶ (-όω) (Α)
ξεπαρθενεύω, διακορεύω.