ἀτήρητος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(big3_7)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />de pers. [[inobservado]], [[inadvertido]] Them.<i>Or</i>.23.294c.
|dgtxt=-ον<br />de pers. [[inobservado]], [[inadvertido]] Them.<i>Or</i>.23.294c.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀτήρητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαρατήρητος]].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτήρητος Medium diacritics: ἀτήρητος Low diacritics: ατήρητος Capitals: ΑΤΗΡΗΤΟΣ
Transliteration A: atḗrētos Transliteration B: atērētos Transliteration C: atiritos Beta Code: a)th/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A unobserved, unnoticed, Them.Or.23.294c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτήρητος: -ον, ἀπαρατήρητος, Θεμίστ. 294C.

Spanish (DGE)

-ον
de pers. inobservado, inadvertido Them.Or.23.294c.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀτήρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί
αρχ.
απαρατήρητος.