βαναυσουργός: Difference between revisions
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[artesano]], [[obrero]] Iust.Phil.<i>Apol</i>.55.3, Poll.7.6. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[artesano]], [[obrero]] Iust.Phil.<i>Apol</i>.55.3, Poll.7.6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[βαναυσουργός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παράγει ακαλαίσθητα έργα (για συγγραφέα, ζωγράφο, γλύπτη <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χειροτέχνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βάναυσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A handicraftsman, Poll.7.6.
German (Pape)
[Seite 431] ὁ, Handwerker, Poll. 7, 6.
Greek (Liddell-Scott)
βαναυσουργός: -οῦ, ὁ, ὁ μετερχόμενος βάναυσον τέχνην, Ἰουσ ῖν Μ. Ἀπολ. 1. 55, Πολυδ. 7. 6.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
artesano, obrero Iust.Phil.Apol.55.3, Poll.7.6.
Greek Monolingual
ο (Α βαναυσουργός)
νεοελλ.
αυτός που παράγει ακαλαίσθητα έργα (για συγγραφέα, ζωγράφο, γλύπτη κ.λπ.)
αρχ.
ο χειροτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάναυσος + -ουργός < έργον].