βούνευρον: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(big3_9)
mNo edit summary
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[vergajo]] λέων καὶ [[ἄρκτος]] βουνεύρῳ περιτυχόντες Aesop.152.3.<br /><b class="num">2</b> [[vergajazo]] κὲ λάβι βούνευρα [[δέκα]] a un infractor <i>TAM</i> 5.485.12 (Lidia, biz.).<br /><b class="num">3</b> [[βούνευρον]] glos. a κίσσηρις Hsch.
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[vergajo]] λέων καὶ [[ἄρκτος]] βουνεύρῳ περιτυχόντες Aesop.152.3.<br /><b class="num">2</b> [[vergajazo]] κὲ λάβι βούνευρα [[δέκα]] a un infractor <i>TAM</i> 5.485.12 (Lidia, biz.).<br /><b class="num">3</b> [[βούνευρον]] glos. a κίσσηρις Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[βούνευρο]], το (Μ [[βούνευρον]])<br /><b>1.</b> [[μαστίγιο]] από [[δέρμα]] βοδιού<br /><b>2.</b> το γεννητικό [[μόριο]] του ταύρου, που χρησιμοποιείται ως [[μαστίγιο]].
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 21 May 2021

German (Pape)

[Seite 458] τό, Ochsenziemer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βούνευρον: τό, μάστιξ ἐκ δέρματος βοός, Ἀχμέτ Ὀνειρ. 17. 90.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 vergajo λέων καὶ ἄρκτος βουνεύρῳ περιτυχόντες Aesop.152.3.
2 vergajazo κὲ λάβι βούνευρα δέκα a un infractor TAM 5.485.12 (Lidia, biz.).
3 βούνευρον glos. a κίσσηρις Hsch.

Greek Monolingual

βούνευρο, το (Μ βούνευρον)
1. μαστίγιο από δέρμα βοδιού
2. το γεννητικό μόριο του ταύρου, που χρησιμοποιείται ως μαστίγιο.