βραχυκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(big3_9) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[de cabeza corta]] Σκορπίου οἱ ἔχοντες ζῴδιόν εἰσι βραχυκέφαλοι <i>Cat.Cod.Astr</i>.11(2).137. | |dgtxt=-ον<br />[[de cabeza corta]] Σκορπίου οἱ ἔχοντες ζῴδιόν εἰσι βραχυκέφαλοι <i>Cat.Cod.Astr</i>.11(2).137. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[βραχυκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρουσιάζει [[βραχυκεφαλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] ψαριού με μικρό [[κεφάλι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a
A fish, Xenocr.19.
German (Pape)
[Seite 462] Kurzkopf, ein Fisch, Xenocr.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠκέφαλος: ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κεφαλήν, εἴδος ἰχθύος, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. (Φαβρικ. 9. 457).
Spanish (DGE)
-ον
de cabeza corta Σκορπίου οἱ ἔχοντες ζῴδιόν εἰσι βραχυκέφαλοι Cat.Cod.Astr.11(2).137.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α βραχυκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παρουσιάζει βραχυκεφαλία
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. είδος ψαριού με μικρό κεφάλι.