γεωπετής: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(big3_10)
 
(8)
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[caído en tierra]], [[fijo a la tierra]] advocación dada por los egipcios a Osiris <i>Clem.Recogn</i>.10.25.2, τὸ μὲν (θεῖον) ... παντὸς ὕψους μετέωρον καὶ ὑπέρτερον, τὸ δὲ (σῶμα) ... γεωπετῆ καὶ χθαμαλόν Ps.Caes.175.23.
|dgtxt=-ές<br />[[caído en tierra]], [[fijo a la tierra]] advocación dada por los egipcios a Osiris <i>Clem.Recogn</i>.10.25.2, τὸ μὲν (θεῖον) ... παντὸς ὕψους μετέωρον καὶ ὑπέρτερον, τὸ δὲ (σῶμα) ... γεωπετῆ καὶ χθαμαλόν Ps.Caes.175.23.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Μ [[γεωπετής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πτηνά) αυτός που [[πετά]] [[χαμηλά]], πολύ [[κοντά]] στη γη<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που έπεσε στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αναπετής]], [[υψιπετής]] <b>κ.λπ.</b>)].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-ές
caído en tierra, fijo a la tierra advocación dada por los egipcios a Osiris Clem.Recogn.10.25.2, τὸ μὲν (θεῖον) ... παντὸς ὕψους μετέωρον καὶ ὑπέρτερον, τὸ δὲ (σῶμα) ... γεωπετῆ καὶ χθαμαλόν Ps.Caes.175.23.

Greek Monolingual

-ές (Μ γεωπετής, -ές)
νεοελλ.
(για πτηνά) αυτός που πετά χαμηλά, πολύ κοντά στη γη
μσν.
εκείνος που έπεσε στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -πετής < πέτομαι (πρβλ. αναπετής, υψιπετής κ.λπ.)].