διάκομμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
(big3_11)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> medic. [[corte]], [[herida]] Hp.<i>Prorrh</i>.2.15, Gal.12.816.<br /><b class="num">2</b> [[brecha]], [[abertura]] en un canal de irrigación τὰ διακόμματα τῆς ... [[διώρυγος]] <i>PPetr</i>.3.38(a).2.19 (III a.C.), διὰ τὸ μὴ ἐπικεχῶσθαι τὰ διακόμματα <i>PPetr</i>.2.37.1b.14 (III a.C.), τὰ διακόμματα παλαιῶν χωμάτων <i>PPetr</i>.3.45.2.4 (III a.C.), cf. <i>PTeb</i>.781.14 (II a.C.), <i>Ostr</i>.1025 (ptol.).
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> medic. [[corte]], [[herida]] Hp.<i>Prorrh</i>.2.15, Gal.12.816.<br /><b class="num">2</b> [[brecha]], [[abertura]] en un canal de irrigación τὰ διακόμματα τῆς ... [[διώρυγος]] <i>PPetr</i>.3.38(a).2.19 (III a.C.), διὰ τὸ μὴ ἐπικεχῶσθαι τὰ διακόμματα <i>PPetr</i>.2.37.1b.14 (III a.C.), τὰ διακόμματα παλαιῶν χωμάτων <i>PPetr</i>.3.45.2.4 (III a.C.), cf. <i>PTeb</i>.781.14 (II a.C.), <i>Ostr</i>.1025 (ptol.).
}}
{{grml
|mltxt=[[διάκομμα]], το (Α) [[διακόπτω]]<br />[[πληγή]] από [[κόψιμο]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκομμα Medium diacritics: διάκομμα Low diacritics: διάκομμα Capitals: ΔΙΑΚΟΜΜΑ
Transliteration A: diákomma Transliteration B: diakomma Transliteration C: diakomma Beta Code: dia/komma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cut, gash, Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.    II breach in an embankment, PPetr.3p.80, al.

Greek (Liddell-Scott)

διάκομμα: τό, πληγὴ ἐκ κοψίματος, Ἱππ. Προρρ. 100.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 medic. corte, herida Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.
2 brecha, abertura en un canal de irrigación τὰ διακόμματα τῆς ... διώρυγος PPetr.3.38(a).2.19 (III a.C.), διὰ τὸ μὴ ἐπικεχῶσθαι τὰ διακόμματα PPetr.2.37.1b.14 (III a.C.), τὰ διακόμματα παλαιῶν χωμάτων PPetr.3.45.2.4 (III a.C.), cf. PTeb.781.14 (II a.C.), Ostr.1025 (ptol.).

Greek Monolingual

διάκομμα, το (Α) διακόπτω
πληγή από κόψιμο.