διασωστικός: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(big3_11)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que puede conservar o preservar]], [[δύναμις]] ... τοῦ ζῴου διασωστική Gal.2.46, cf. Albin.<i>Intr</i>.182, 183, (ὁ θεός) δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός <i>Theol.Ar</i>.5<br /><b class="num">•</b>[[que salva]], [[salvador]], [[liberador]] στρατηγός Poll.1.178, cf. Max.Tyr.14.5<br /><b class="num">•</b>fig. παρέχων τὴν ἐπαγγελίαν εἰς διασωστικὴν εὐφημίαν de Dios <i>Corp.Herm</i>.18.14.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que puede conservar o preservar]], [[δύναμις]] ... τοῦ ζῴου διασωστική Gal.2.46, cf. Albin.<i>Intr</i>.182, 183, (ὁ θεός) δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός <i>Theol.Ar</i>.5<br /><b class="num">•</b>[[que salva]], [[salvador]], [[liberador]] στρατηγός Poll.1.178, cf. Max.Tyr.14.5<br /><b class="num">•</b>fig. παρέχων τὴν ἐπαγγελίαν εἰς διασωστικὴν εὐφημίαν de Dios <i>Corp.Herm</i>.18.14.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διασωστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να διασώζει, να διαφυλάσσει κάποιον σώο και αβλαβή.
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασωστικός Medium diacritics: διασωστικός Low diacritics: διασωστικός Capitals: ΔΙΑΣΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diasōstikós Transliteration B: diasōstikos Transliteration C: diasostikos Beta Code: diaswstiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A preservative, Max.Tyr.20.5, al.; δύναμις Gal.Nat.Fac.1.14; θεὸς δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός Theol.Ar.5.

German (Pape)

[Seite 605] ή, όν, durchbringend, erhaltend, Sp.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que puede conservar o preservar, δύναμις ... τοῦ ζῴου διασωστική Gal.2.46, cf. Albin.Intr.182, 183, (ὁ θεός) δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικός Theol.Ar.5
que salva, salvador, liberador στρατηγός Poll.1.178, cf. Max.Tyr.14.5
fig. παρέχων τὴν ἐπαγγελίαν εἰς διασωστικὴν εὐφημίαν de Dios Corp.Herm.18.14.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διασωστικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή ικανός να διασώζει, να διαφυλάσσει κάποιον σώο και αβλαβή.