διεσπασμένως: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(big3_11) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. sobre el part. perf. pas. de [[διασπάω]]<br /><b class="num">1</b> [[intermitente]], [[irregularmente]] ἐτησίαι ... δ. ἔπνευσαν Hp.<i>Epid</i>.1.1, 3.2, ἀνωμάλως τὴν ἀκοὴν καὶ δ. κινοῦντες S.E.<i>M</i>.6.44, δυνάμεως ... δ. ἀντιλαμβανομένης Phlp.<i>in de An</i>.316.31<br /><b class="num">•</b>[[acá y allá]] εἰρῆσθαι περὶ αὐτῶν Gal.4.263, εὑρεῖν op. συνημμένως Basil.<i>Spir</i>.58.20, cf. Amph.<i>Ep.Syn</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[en diferentes momentos]] Chrys.M.60.21. | |dgtxt=adv. sobre el part. perf. pas. de [[διασπάω]]<br /><b class="num">1</b> [[intermitente]], [[irregularmente]] ἐτησίαι ... δ. ἔπνευσαν Hp.<i>Epid</i>.1.1, 3.2, ἀνωμάλως τὴν ἀκοὴν καὶ δ. κινοῦντες S.E.<i>M</i>.6.44, δυνάμεως ... δ. ἀντιλαμβανομένης Phlp.<i>in de An</i>.316.31<br /><b class="num">•</b>[[acá y allá]] εἰρῆσθαι περὶ αὐτῶν Gal.4.263, εὑρεῖν op. συνημμένως Basil.<i>Spir</i>.58.20, cf. Amph.<i>Ep.Syn</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[en diferentes momentos]] Chrys.M.60.21. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διεσπασμένως:''' прерывисто, с промежутками (τὴν ἀκοὴν κινεῖν Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A intermittently, δ. πνεῖν (al. διεσπαρμένως) Hp. Epid.1.1, 3.2; in a disjointed manner, Gal.UP16.1.
Greek (Liddell-Scott)
διεσπασμένως: ἐκ διαλειμμάτων, δ. πνεῖν (ἄλλ. διεσπαρμένως) Ἱππ. Ἐπιδ. 938, 1082, ἐπὶ ἀνέμων.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διασπάω
1 intermitente, irregularmente ἐτησίαι ... δ. ἔπνευσαν Hp.Epid.1.1, 3.2, ἀνωμάλως τὴν ἀκοὴν καὶ δ. κινοῦντες S.E.M.6.44, δυνάμεως ... δ. ἀντιλαμβανομένης Phlp.in de An.316.31
•acá y allá εἰρῆσθαι περὶ αὐτῶν Gal.4.263, εὑρεῖν op. συνημμένως Basil.Spir.58.20, cf. Amph.Ep.Syn.1.
2 en diferentes momentos Chrys.M.60.21.
Russian (Dvoretsky)
διεσπασμένως: прерывисто, с промежутками (τὴν ἀκοὴν κινεῖν Sext.).