διωκτικός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_12) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[apto para seguir]] c. gen. πάντων γὰρ τῶν ἐπὶ γῆς βαρύτατον χρυσὸς καὶ τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς διωκτικόν Iambl.<i>Protr</i>.21<br /><b class="num">•</b>[[rápido en la persecución]], <i>EM</i> 468.23G.<br /><b class="num">2</b> [[que pone en fuga]], [[capaz de alejar]] c. gen. δὸς δύναμιν ... πάσης ἐπιβουλῆς διωκτικήν <i>Const.App</i>.8.29.3, de la piel de un pez διωκτικὸν κυνῶν Sch.<i>Cyran</i>.4.29.5<br /><b class="num">•</b>[[repelente]] κωνώπων Paul.Aeg.5.1.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[en persecución]] ἐφομαρτεῖν ... τὸ δ. ἐπακολουθεῖν Eust.707.1, cf. 543.44. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[apto para seguir]] c. gen. πάντων γὰρ τῶν ἐπὶ γῆς βαρύτατον χρυσὸς καὶ τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς διωκτικόν Iambl.<i>Protr</i>.21<br /><b class="num">•</b>[[rápido en la persecución]], <i>EM</i> 468.23G.<br /><b class="num">2</b> [[que pone en fuga]], [[capaz de alejar]] c. gen. δὸς δύναμιν ... πάσης ἐπιβουλῆς διωκτικήν <i>Const.App</i>.8.29.3, de la piel de un pez διωκτικὸν κυνῶν Sch.<i>Cyran</i>.4.29.5<br /><b class="num">•</b>[[repelente]] κωνώπων Paul.Aeg.5.1.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[en persecución]] ἐφομαρτεῖν ... τὸ δ. ἐπακολουθεῖν Eust.707.1, cf. 543.44. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διώκτη ή στη [[δίωξη]], ο [[κατάλληλος]] για [[δίωξη]] («διωκτικές αρχές»). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A apt to pursue, follow a course [χρυσὸς] δ. τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς Iamb.Protr.21.λέ; swift in pursuit, EM468.23.
German (Pape)
[Seite 649] zum Verfolgen geeignet; καὶ ταχύς E. M. p. 468, 23.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1apto para seguir c. gen. πάντων γὰρ τῶν ἐπὶ γῆς βαρύτατον χρυσὸς καὶ τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς διωκτικόν Iambl.Protr.21
•rápido en la persecución, EM 468.23G.
2 que pone en fuga, capaz de alejar c. gen. δὸς δύναμιν ... πάσης ἐπιβουλῆς διωκτικήν Const.App.8.29.3, de la piel de un pez διωκτικὸν κυνῶν Sch.Cyran.4.29.5
•repelente κωνώπων Paul.Aeg.5.1.2.
II adv. -ῶς en persecución ἐφομαρτεῖν ... τὸ δ. ἐπακολουθεῖν Eust.707.1, cf. 543.44.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διώκτη ή στη δίωξη, ο κατάλληλος για δίωξη («διωκτικές αρχές»).