διωκτικός: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(big3_12)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[apto para seguir]] c. gen. πάντων γὰρ τῶν ἐπὶ γῆς βαρύτατον χρυσὸς καὶ τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς διωκτικόν Iambl.<i>Protr</i>.21<br /><b class="num">•</b>[[rápido en la persecución]], <i>EM</i> 468.23G.<br /><b class="num">2</b> [[que pone en fuga]], [[capaz de alejar]] c. gen. δὸς δύναμιν ... πάσης ἐπιβουλῆς διωκτικήν <i>Const.App</i>.8.29.3, de la piel de un pez διωκτικὸν κυνῶν Sch.<i>Cyran</i>.4.29.5<br /><b class="num">•</b>[[repelente]] κωνώπων Paul.Aeg.5.1.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[en persecución]] ἐφομαρτεῖν ... τὸ δ. ἐπακολουθεῖν Eust.707.1, cf. 543.44.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[apto para seguir]] c. gen. πάντων γὰρ τῶν ἐπὶ γῆς βαρύτατον χρυσὸς καὶ τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς διωκτικόν Iambl.<i>Protr</i>.21<br /><b class="num">•</b>[[rápido en la persecución]], <i>EM</i> 468.23G.<br /><b class="num">2</b> [[que pone en fuga]], [[capaz de alejar]] c. gen. δὸς δύναμιν ... πάσης ἐπιβουλῆς διωκτικήν <i>Const.App</i>.8.29.3, de la piel de un pez διωκτικὸν κυνῶν Sch.<i>Cyran</i>.4.29.5<br /><b class="num">•</b>[[repelente]] κωνώπων Paul.Aeg.5.1.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[en persecución]] ἐφομαρτεῖν ... τὸ δ. ἐπακολουθεῖν Eust.707.1, cf. 543.44.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διώκτη ή στη [[δίωξη]], ο [[κατάλληλος]] για [[δίωξη]] («διωκτικές αρχές»).
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωκτικός Medium diacritics: διωκτικός Low diacritics: διωκτικός Capitals: ΔΙΩΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diōktikós Transliteration B: diōktikos Transliteration C: dioktikos Beta Code: diwktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A apt to pursue, follow a course [χρυσὸς] δ. τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς Iamb.Protr.21.λέ; swift in pursuit, EM468.23.

German (Pape)

[Seite 649] zum Verfolgen geeignet; καὶ ταχύς E. M. p. 468, 23.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1apto para seguir c. gen. πάντων γὰρ τῶν ἐπὶ γῆς βαρύτατον χρυσὸς καὶ τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς διωκτικόν Iambl.Protr.21
rápido en la persecución, EM 468.23G.
2 que pone en fuga, capaz de alejar c. gen. δὸς δύναμιν ... πάσης ἐπιβουλῆς διωκτικήν Const.App.8.29.3, de la piel de un pez διωκτικὸν κυνῶν Sch.Cyran.4.29.5
repelente κωνώπων Paul.Aeg.5.1.2.
II adv. -ῶς en persecución ἐφομαρτεῖν ... τὸ δ. ἐπακολουθεῖν Eust.707.1, cf. 543.44.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διώκτη ή στη δίωξη, ο κατάλληλος για δίωξη («διωκτικές αρχές»).