ἐνδιαπρέπω: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[distinguirse]], [[sobresalir]], [[destacar]] c. dat. γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4, μελῳδίαις βιβλιακαῖς Eust.1941.51, abs. μεγάλως I.<i>AI</i> 18.297. | |dgtxt=[[distinguirse]], [[sobresalir]], [[destacar]] c. dat. γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4, μελῳδίαις βιβλιακαῖς Eust.1941.51, abs. μεγάλως I.<i>AI</i> 18.297. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνδιαπρέπω]] (Α)<br />[[διαπρέπω]] σε [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be distinguished in, γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4.5.
German (Pape)
[Seite 833] sich hervorthun in, τινί, D. Sic. exc. 538, 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαπρέπω: διαπρέπω ἔν τινι, γυμνασίαις πολεμικαῖς ἐνδιαπρέποντες Διοδ. Ἀποσπ. 533. 49.
Spanish (DGE)
distinguirse, sobresalir, destacar c. dat. γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4, μελῳδίαις βιβλιακαῖς Eust.1941.51, abs. μεγάλως I.AI 18.297.
Greek Monolingual
ἐνδιαπρέπω (Α)
διαπρέπω σε κάτι.