ἐκταμιεύομαι: Difference between revisions
λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[recibir]], [[almacenar]] mercancías libradas por un proveedor o mayorista οὓς ἐκτεταμίευσαι ἐρίφους δι' ἐμοῦ <i>PCair.Zen</i>.429.10, cf. 8.21, <i>PEnteux</i>.34.5 (todos III a.C.), πυροῦ ἀρτάβας ... ἃς ἐκτεταμίευται παρ' [[αὐτοῦ]] ἐξ οἶκου <i>PLugd.Bat</i>.22.15.16, cf. 18.9 (ambos II a.C.), en v. pas. τοῦ ἐκτεταμιευμένου σίτου <i>PSI</i> 482.4 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[administrar comercialmente]], [[distribuir en exclusiva]], [[monopolizar]] Σαβαίων καὶ Γερραίων ... ἐκτεταμιευμένων πᾶν τὸ πῖπτον εἰς διαφορᾶς λόγον Agatharch.102. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[recibir]], [[almacenar]] mercancías libradas por un proveedor o mayorista οὓς ἐκτεταμίευσαι ἐρίφους δι' ἐμοῦ <i>PCair.Zen</i>.429.10, cf. 8.21, <i>PEnteux</i>.34.5 (todos III a.C.), πυροῦ ἀρτάβας ... ἃς ἐκτεταμίευται παρ' [[αὐτοῦ]] ἐξ οἶκου <i>PLugd.Bat</i>.22.15.16, cf. 18.9 (ambos II a.C.), en v. pas. τοῦ ἐκτεταμιευμένου σίτου <i>PSI</i> 482.4 (III a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[administrar comercialmente]], [[distribuir en exclusiva]], [[monopolizar]] Σαβαίων καὶ Γερραίων ... ἐκτεταμιευμένων πᾶν τὸ πῖπτον εἰς διαφορᾶς λόγον Agatharch.102. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκταμιεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αποταμιεύω]], εξοικονομῶ<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] από την [[αποθήκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
A dispense, Agatharch.102. II receive from store, PRein.15.16, al. (ii B.C.).
Spanish (DGE)
1 recibir, almacenar mercancías libradas por un proveedor o mayorista οὓς ἐκτεταμίευσαι ἐρίφους δι' ἐμοῦ PCair.Zen.429.10, cf. 8.21, PEnteux.34.5 (todos III a.C.), πυροῦ ἀρτάβας ... ἃς ἐκτεταμίευται παρ' αὐτοῦ ἐξ οἶκου PLugd.Bat.22.15.16, cf. 18.9 (ambos II a.C.), en v. pas. τοῦ ἐκτεταμιευμένου σίτου PSI 482.4 (III a.C.).
2 administrar comercialmente, distribuir en exclusiva, monopolizar Σαβαίων καὶ Γερραίων ... ἐκτεταμιευμένων πᾶν τὸ πῖπτον εἰς διαφορᾶς λόγον Agatharch.102.
Greek Monolingual
ἐκταμιεύομαι (Α)
1. αποταμιεύω, εξοικονομῶ
2. παίρνω από την αποθήκη.