ἐκπυρηνισμός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[expulsión]] mediante presión κατὰ ἐκπυρηνισμὸν ποιεῖ ἀπροαίρετον [[δάκρυον]] Steph.<i>in Hp.Aph</i>.2.336.11, ἡ ἄκρα ψῦξις πύκνωσιν ... ἐκπυρηνισμὸν ἀπεργάζεται Steph.<i>in Hp.Progn</i>.70.31, cf. Olymp.<i>in Mete</i>.42.5, 19. | |dgtxt=-ου, ὁ [[expulsión]] mediante presión κατὰ ἐκπυρηνισμὸν ποιεῖ ἀπροαίρετον [[δάκρυον]] Steph.<i>in Hp.Aph</i>.2.336.11, ἡ ἄκρα ψῦξις πύκνωσιν ... ἐκπυρηνισμὸν ἀπεργάζεται Steph.<i>in Hp.Progn</i>.70.31, cf. Olymp.<i>in Mete</i>.42.5, 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκπυρηνισμός]], ο (Α)<br />η [[εκπυρήνιση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A squeezing out, Steph. in Hp.1.82 D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπυρηνισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Hemst. ἐν Θωμ. Μαγ. σ. 565.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ expulsión mediante presión κατὰ ἐκπυρηνισμὸν ποιεῖ ἀπροαίρετον δάκρυον Steph.in Hp.Aph.2.336.11, ἡ ἄκρα ψῦξις πύκνωσιν ... ἐκπυρηνισμὸν ἀπεργάζεται Steph.in Hp.Progn.70.31, cf. Olymp.in Mete.42.5, 19.
Greek Monolingual
ἐκπυρηνισμός, ο (Α)
η εκπυρήνιση.