irreflexivamente: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀμεταμέλητος]], [[ἀβούλευτος]], [[ἀπεριμερίμνως]], [[ἀφραδής]], [[ἀπερινόητος]], [[ἀνεπιλόγιστος]], [[ἀλόγιστος]], [[ἀσκεπτί]], [[ἀμελέτητος]], [[ | |sltx=[[ἀμεταμέλητος]], [[ἀβούλευτος]], [[ἀπεριμερίμνως]], [[ἀφραδής]], [[ἀπερινόητος]], [[ἀνεπιλόγιστος]], [[ἀλόγιστος]], [[ἀσκεπτί]], [[ἀμελέτητος]], [[ἀσκέπτως]], [[ἀσκεπτότερον]], [[ἀνεπίστατος]], [[ἀπερίσκεπτος]], [[ἄβουλος]], [[ἄσκοπος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:37, 12 June 2022
Spanish > Greek
ἀμεταμέλητος, ἀβούλευτος, ἀπεριμερίμνως, ἀφραδής, ἀπερινόητος, ἀνεπιλόγιστος, ἀλόγιστος, ἀσκεπτί, ἀμελέτητος, ἀσκέπτως, ἀσκεπτότερον, ἀνεπίστατος, ἀπερίσκεπτος, ἄβουλος, ἄσκοπος