ἀσκέπτως
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
French (Bailly abrégé)
adv.
inconsidérément, sans réflexion;
Cp. ἀσκεπτότερον.
Étymologie: ἄσκεπτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκέπτως:
1 необдуманно, наобум (λέγειν Arst.);
2 невнимательно: ἀ. ἔχειν τινός Plat. не обращать внимания на что-л.