pobreza: Difference between revisions
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀγένεια]], [[ἀπορία]], [[ | |sltx=[[ἀγένεια]], [[ἀκληρία]], [[ἀκτημοσύνη]], [[ἀπορία]], [[ἀπορίη]], [[ἀσθένεια]], [[ἀσθένεια βίου]], [[αὐχμός]], [[ἀχρημοσύνη]], [[ἔνδεια]], [[λυπρότης]], [[μετριοσύνη]], [[πενία]], [[πενίη]], [[πενιχρότης]], [[πτωχεία]], [[πτωχηΐη]], [[πτωχότης]], [[φαυλότης]], [[χέρνα]], [[χέρνη]], [[χρεία]], [[χρείη]], [[χρησμοσύνη]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:28, 10 February 2023
Spanish > Greek
ἀγένεια, ἀκληρία, ἀκτημοσύνη, ἀπορία, ἀπορίη, ἀσθένεια, ἀσθένεια βίου, αὐχμός, ἀχρημοσύνη, ἔνδεια, λυπρότης, μετριοσύνη, πενία, πενίη, πενιχρότης, πτωχεία, πτωχηΐη, πτωχότης, φαυλότης, χέρνα, χέρνη, χρεία, χρείη, χρησμοσύνη