σμῶδιξ: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(11) |
(13_5) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=smw=dic | |Beta Code=smw=dic | ||
|Definition=ιγγος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">weal, swollen bruise</b>, caused by a blow, σ. αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη <span class="bibl">Il.2.267</span>; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον <span class="bibl">23.716</span>, cf. <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.428</span>.</span> | |Definition=ιγγος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">weal, swollen bruise</b>, caused by a blow, σ. αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη <span class="bibl">Il.2.267</span>; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον <span class="bibl">23.716</span>, cf. <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.428</span>.</span> | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0912.png Seite 912]] ιγγος, ἡ, eine mit Blut unterlaufene <b class="b2">Strieme, Schwiele</b>, Beule, bes. von einem Schlage; [[σμῶδιξ]] δ' αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, Il. 2, 267, von dem Schlage mit dem Scepter; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον, 23, 716; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 428 Lycophr. 783. – Vgl. [[σμώχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 2 August 2017
English (LSJ)
ιγγος, ἡ,
A weal, swollen bruise, caused by a blow, σ. αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη Il.2.267; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον 23.716, cf. Opp.H.2.428.
German (Pape)
[Seite 912] ιγγος, ἡ, eine mit Blut unterlaufene Strieme, Schwiele, Beule, bes. von einem Schlage; σμῶδιξ δ' αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, Il. 2, 267, von dem Schlage mit dem Scepter; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον, 23, 716; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 428 Lycophr. 783. – Vgl. σμώχω.