τριπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(eksahir)
(42)
Line 15: Line 15:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[de tres caras]]
|esgtx=[[de tres caras]]
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τριπρόσωπος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πρόσωπα, που εμφανίζεται με [[τρεις]] μορφές, [[τρίμορφος]] («δέσποιν' Ἐκάτα... τριπρόσωπε», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> (για την Αγία Τριάδα) αυτή που αποτελείται από [[τρία]] πρόσωπα, από [[τρεις]] υποστάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριπρόσωπο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>εκκλ.</b> [[ψηφοδέλτιο]] με [[τρία]] ονόματα υποψήφιων εκλόγιμων αρχιερέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-[[πρόσωπος]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπρόσωπος Medium diacritics: τριπρόσωπος Low diacritics: τριπρόσωπος Capitals: ΤΡΙΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: triprósōpos Transliteration B: triprosōpos Transliteration C: triprosopos Beta Code: tripro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A three-faced, Chariclid.1, Cleom.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

τριπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τρία πρόσωπα, τρεῖς μορφάς, ἴδε τρίμορφος. ΙΙ. ὁ ἐκ τριῶν προσώπων ἀποτελούμενος, Εὐσέβ. VI, 1016, Καισάρ. 860, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 477, Ψευδιουστῖν. 1264C, Ψευδαθανάσ. 4, 767C, Ἀναστ. Σιν. 133D.

Spanish

de tres caras

Greek Monolingual

-η, -ο / τριπρόσωπος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τρία πρόσωπα, που εμφανίζεται με τρεις μορφές, τρίμορφος («δέσποιν' Ἐκάτα... τριπρόσωπε», Αθήν.)
2. (για την Αγία Τριάδα) αυτή που αποτελείται από τρία πρόσωπα, από τρεις υποστάσεις
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριπρόσωπο(ν)
εκκλ. ψηφοδέλτιο με τρία ονόματα υποψήφιων εκλόγιμων αρχιερέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. δι-πρόσωπος.