συνηρεφής: Difference between revisions

From LSJ

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source
(11)
 
(6_7)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunhrefh/s
|Beta Code=sunhrefh/s
|Definition=ές, (ἐρέφω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thickly shaded</b> or <b class="b2">covered</b>, <b class="b3">χώρη . . ἴδῃσι σ</b>. <span class="bibl">Hdt.1.110</span>; <b class="b3">ὄρεα . . ἴδῃσι καὶ χιόνι σ</b>. <span class="bibl">Id.7.111</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.1.12</span>, <span class="bibl">Str.5.4.5</span>; <b class="b3">σᾶμα . . πτελέῃσι σ</b>. <span class="title">AP</span>7.141 (Antiphil.); <b class="b3">σ. χώρα, λόφος</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>32</span>, <span class="bibl"><span class="title">Marc.</span>29</span>; <b class="b3">ἐν τῷ σ</b>. <span class="bibl">Luc. <span class="title">Anach.</span>18</span>: metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span> [957]</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">close-covering</b>, ἐπικάλυμμα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>527b33</span> (Comp.), <span class="bibl">541b31</span> (Comp.); ὄστρακον <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>679b29</span>; ὕλη <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>49</span>.</span>
|Definition=ές, (ἐρέφω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thickly shaded</b> or <b class="b2">covered</b>, <b class="b3">χώρη . . ἴδῃσι σ</b>. <span class="bibl">Hdt.1.110</span>; <b class="b3">ὄρεα . . ἴδῃσι καὶ χιόνι σ</b>. <span class="bibl">Id.7.111</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.1.12</span>, <span class="bibl">Str.5.4.5</span>; <b class="b3">σᾶμα . . πτελέῃσι σ</b>. <span class="title">AP</span>7.141 (Antiphil.); <b class="b3">σ. χώρα, λόφος</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>32</span>, <span class="bibl"><span class="title">Marc.</span>29</span>; <b class="b3">ἐν τῷ σ</b>. <span class="bibl">Luc. <span class="title">Anach.</span>18</span>: metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span> [957]</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">close-covering</b>, ἐπικάλυμμα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>527b33</span> (Comp.), <span class="bibl">541b31</span> (Comp.); ὄστρακον <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>679b29</span>; ὕλη <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>49</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''συνηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) ὁ πυκνῶς συνεσκιασμένος ἢ κεκαλυμμένος (πρβλ. [[συννεφής]]), χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφὴς Ἡρόδ. 1. 110· [[οὔρεα]]... ἴδῃσι καὶ χιόνι συνηρεφέα ὁ αὐτ. 7. 111, πρβλ. Στράβ. 244· [[σᾶμα]] δέ τοι πτελέῃσι συνηρεφὲς ἀμφικομεῦσι Νύμφαι (περὶ τοῦ μνημείου τοῦ Πρωτεσιλάου) Ἀνθ. Π. 7. 141· σ. [[λόφος]], ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλλ. 32, κτλ.· ἐν τῷ σ. Λουκ. Ἀνάχ. 18· μεταφορ., ξυνηρεφὲς [[πρόσωπον]] ἐς γῆν βαλοῦσα Εὐρ. Ὀρ. 957. 2) ὁ [[καλῶς]] ἐπικαλύπτων, ἐπικάλυμμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3. 8., 5. 7, 3· [[ὄστρακον]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· ὕλη Πλουτ. Δημήτρ. 49. ― Ἐπίρρ. συνηρεφῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 6, 9.
}}
}}

Revision as of 09:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνηρεφής Medium diacritics: συνηρεφής Low diacritics: συνηρεφής Capitals: ΣΥΝΗΡΕΦΗΣ
Transliteration A: synērephḗs Transliteration B: synērephēs Transliteration C: synirefis Beta Code: sunhrefh/s

English (LSJ)

ές, (ἐρέφω)

   A thickly shaded or covered, χώρη . . ἴδῃσι σ. Hdt.1.110; ὄρεα . . ἴδῃσι καὶ χιόνι σ. Id.7.111, cf. Thphr.HP5.1.12, Str.5.4.5; σᾶμα . . πτελέῃσι σ. AP7.141 (Antiphil.); σ. χώρα, λόφος, Plu.Luc.32, Marc.29; ἐν τῷ σ. Luc. Anach.18: metaph., ξυνηρεφὲς πρόσωπον εἰς γῆν βαλοῦσα E.Or. [957].    2 close-covering, ἐπικάλυμμα Arist.HA527b33 (Comp.), 541b31 (Comp.); ὄστρακον Id.PA679b29; ὕλη Plu.Demetr.49.

Greek (Liddell-Scott)

συνηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ὁ πυκνῶς συνεσκιασμένος ἢ κεκαλυμμένος (πρβλ. συννεφής), χώρη ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφὴς Ἡρόδ. 1. 110· οὔρεα... ἴδῃσι καὶ χιόνι συνηρεφέα ὁ αὐτ. 7. 111, πρβλ. Στράβ. 244· σᾶμα δέ τοι πτελέῃσι συνηρεφὲς ἀμφικομεῦσι Νύμφαι (περὶ τοῦ μνημείου τοῦ Πρωτεσιλάου) Ἀνθ. Π. 7. 141· σ. λόφος, ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλλ. 32, κτλ.· ἐν τῷ σ. Λουκ. Ἀνάχ. 18· μεταφορ., ξυνηρεφὲς πρόσωπον ἐς γῆν βαλοῦσα Εὐρ. Ὀρ. 957. 2) ὁ καλῶς ἐπικαλύπτων, ἐπικάλυμμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3. 8., 5. 7, 3· ὄστρακον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· ὕλη Πλουτ. Δημήτρ. 49. ― Ἐπίρρ. συνηρεφῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 6, 9.