ψωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ψουνίζω]] Ν<br /><b>1.</b> [[αγοράζω]] τρόφιμα ή διάφορα άλλα είδη («ψώνισα φρούτα από τη λαϊκή»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παίρνω]] [[μαζί]] μου [[γυναίκα]] του δρόμου για να διασκεδάσω<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τήν [[ψωνίζω]]» — τρελαίνομαι<br />β) «[[ψωνίζω]] από σβέρκο» — <b>βλ.</b> [[σβέρκος]]<br />γ) «πού τον ψώνισες αυτόν;»<br /><b>ειρων.</b> πού τον βρήκες, πού τον πέτυχες;<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ὀψωνίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀψώνης]] «[[αγοραστής]] τροφίμων», με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>ο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ὀμμάτιον]]: [[μάτι]])].
|mltxt=και [[ψουνίζω]] Ν<br /><b>1.</b> [[αγοράζω]] τρόφιμα ή διάφορα άλλα είδη («ψώνισα φρούτα από τη λαϊκή»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παίρνω]] [[μαζί]] μου [[γυναίκα]] του δρόμου για να διασκεδάσω<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τήν [[ψωνίζω]]» — τρελαίνομαι<br />β) «[[ψωνίζω]] από σβέρκο» — <b>βλ.</b> [[σβέρκος]]<br />γ) «πού τον ψώνισες αυτόν;»<br /><b>ειρων.</b> πού τον βρήκες, πού τον πέτυχες;<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ὀψωνίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀψώνης]] «[[αγοραστής]] τροφίμων», με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>ο</i>- ([[πρβλ]]. [[ὀμμάτιον]]: [[μάτι]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:48, 23 August 2021

Greek Monolingual

και ψουνίζω Ν
1. αγοράζω τρόφιμα ή διάφορα άλλα είδη («ψώνισα φρούτα από τη λαϊκή»)
2. μτφ. παίρνω μαζί μου γυναίκα του δρόμου για να διασκεδάσω
3. φρ. α) «τήν ψωνίζω» — τρελαίνομαι
β) «ψωνίζω από σβέρκο» — βλ. σβέρκος
γ) «πού τον ψώνισες αυτόν;»
ειρων. πού τον βρήκες, πού τον πέτυχες;
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀψωνίζω < ὀψώνης «αγοραστής τροφίμων», με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον: μάτι)].