άζωστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄζωστος]], -ον)<br />αυτός που δεν φοράει [[ζώνη]], ο μη ζωσμένος<br /><b>αρχ.</b><br />ο μη οπλισμένος, [[άοπλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ζωστός]], ρηματ. επίθ. του [[ζώννυμι]] (<i>ζωννύω</i>, [[ζώνω]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄζωστος]], -ον)<br />αυτός που δεν φοράει [[ζώνη]], ο μη ζωσμένος<br /><b>αρχ.</b><br />ο μη οπλισμένος, [[άοπλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ζωστός]], ρηματ. επίθ. του [[ζώννυμι]] (<i>ζωννύω</i>, [[ζώνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄζωστος, -ον)
αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένος
αρχ.
ο μη οπλισμένος, άοπλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. του ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)].