αδρομερής: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἁδρομερής]])<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από αδρά, δηλ. μεγάλα μέρη, μη [[λεπτομερής]], [[γενικός]], [[περιληπτικός]]<br /><b>2.</b> [[χοντροκομμένος]], [[τραχύς]], [[αδρός]], [[στιβαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁδρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[μέρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>(νεολλ.)</b> [[αδρομέρεια]]].
|mltxt=-ές (Α [[ἁδρομερής]])<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από αδρά, δηλ. μεγάλα μέρη, μη [[λεπτομερής]], [[γενικός]], [[περιληπτικός]]<br /><b>2.</b> [[χοντροκομμένος]], [[τραχύς]], [[αδρός]], [[στιβαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁδρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[μέρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>(νεολλ.)</b> [[αδρομέρεια]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές (Α ἁδρομερής)
1. αυτός που αποτελείται από αδρά, δηλ. μεγάλα μέρη, μη λεπτομερής, γενικός, περιληπτικός
2. χοντροκομμένος, τραχύς, αδρός, στιβαρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁδρὸς + μέρος.
ΠΑΡ. (νεολλ.) αδρομέρεια].