ακρωνύχιο: Difference between revisions
From LSJ
Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το ή [[δόντι]] <b>Ναυτ.</b><br />η [[άκρη]] του πτερυγίου (νυχιού) της άγκυρας, με το οποίο αυτή στερεώνεται στον βυθό.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το ή [[δόντι]] <b>Ναυτ.</b><br />η [[άκρη]] του πτερυγίου (νυχιού) της άγκυρας, με το οποίο αυτή στερεώνεται στον βυθό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρ</i>(<i>ο</i>) (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[ονύχιον]]<br />η λ. αποδίδει τον γαλλ. όρο <i>bee d</i>' <i>ancre</i>]. | ||
}} | }} |