Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακρωνύχιο: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau

Menander, Monostichoi, 110
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το ή [[δόντι]] <b>Ναυτ.</b><br />η [[άκρη]] του πτερυγίου (νυχιού) της άγκυρας, με το οποίο αυτή στερεώνεται στον βυθό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρ</i>(<i>ο</i>) (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[ονύχιον]]<br />η λ. αποδίδει τον γαλλ. όρο <i>bee d</i>' <i>ancre</i>].
|mltxt=το ή [[δόντι]] <b>Ναυτ.</b><br />η [[άκρη]] του πτερυγίου (νυχιού) της άγκυρας, με το οποίο αυτή στερεώνεται στον βυθό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρ</i>(<i>ο</i>) (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[ονύχιον]]<br />η λ. αποδίδει τον γαλλ. όρο <i>bee d</i>' <i>ancre</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

το ή δόντι Ναυτ.
η άκρη του πτερυγίου (νυχιού) της άγκυρας, με το οποίο αυτή στερεώνεται στον βυθό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρ(ο) (Ι) + ονύχιον
η λ. αποδίδει τον γαλλ. όρο bee d' ancre].