ακροβατώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ἀκροβατῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] ακροβατικά γυμνάσματα, [[κάνω]] ακροβασίες<br /><b>2.</b> [[ασκώ]] το [[επάγγελμα]] του ακροβάτη<br /><b>3.</b> [[επιχειρώ]] επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) [[περπατώ]] στις άκρες τών ποδιών, καμαρωτά, «κορδώνομαι»<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] [[ψηλά]], στα ύψη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροβάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακροβάτημα]], [[ακροβατισμός]]].
|mltxt=(Α ἀκροβατῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] ακροβατικά γυμνάσματα, [[κάνω]] ακροβασίες<br /><b>2.</b> [[ασκώ]] το [[επάγγελμα]] του ακροβάτη<br /><b>3.</b> [[επιχειρώ]] επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) [[περπατώ]] στις άκρες τών ποδιών, καμαρωτά, «κορδώνομαι»<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] [[ψηλά]], στα ύψη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροβάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακροβάτημα]], [[ακροβατισμός]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

(Α ἀκροβατῶ, -έω)
νεοελλ.
1. εκτελώ ακροβατικά γυμνάσματα, κάνω ακροβασίες
2. ασκώ το επάγγελμα του ακροβάτη
3. επιχειρώ επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις
αρχ.
1. (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) περπατώ στις άκρες τών ποδιών, καμαρωτά, «κορδώνομαι»
2. ανεβαίνω ψηλά, στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακροβάτης.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροβάτημα, ακροβατισμός].