επιχειρώ

From LSJ

Greek Monolingual

(AM ἐπιχειρῶ, -έω)
1. δοκιμάζω, καταπιάνομαι με κάτι (α. «ἐπιχειρεῖ τὰ ἀδύνατα» β. «ὅς τῇ διώρυχι ἐπεχείρησε πρῶτος», Ηρόδ.)
2. προσπαθώ να κάνω κάτι («επιχείρησε να μιλήσει, αλλά δεν τον άφησαν»)
αρχ.
1. απλώνω το χέρι μου σε κάτι («oἱ μὲν δείπνῳ ἐπεχείρεον», Ομ. Οδ.)
2. επιτίθεμαι, προσβάλλω (α. «πρώτοισι μέν δὴ τούτοισι ἐπεχείρησε ὁ Κροῖσος», Ηρόδ.
β. «ἐπιχειρέοντι δὲ αὐτῷ καὶ ἔργου ἐχομένῳ», Ηρόδ.)
3. επιτίθεμαι με ερωτικές διαθέσεις
4. προσπαθώ ν’ αποδείξω κάτιπάλιν δή, ὅπερ ἄρτι ἐπεχείρουν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χειρώ (< χειρ) ή «σύνθετο εκ συναρπαγής» από ανάλογες φράσεις].