ἀνέλικτος: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(big3_4) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene vueltas]]de intestinos, Gal.3.345, Aret.<i>CD</i> 1.4.9. | |dgtxt=-ον<br />[[que no tiene vueltas]]de intestinos, Gal.3.345, Aret.<i>CD</i> 1.4.9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό<br />όποιος μπορεί να παρουσιάσει [[ανέλιξη]], ο εξελίξιμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανελίσσω]]. Η λ. μαρτυρείται στο <i>Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό</i> (1889, 1898)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A without turns or twists, Aret. CD1.4, Gal.UP5.3.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene vueltasde intestinos, Gal.3.345, Aret.CD 1.4.9.
Greek Monolingual
-ή, -ό
όποιος μπορεί να παρουσιάσει ανέλιξη, ο εξελίξιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (1889, 1898)].