ἀποφυγγάνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[salir absuelto]] de un proceso Ὀρέστης ... ὁμολογῶν θεῶν δικαστῶν τυχὼν ἀποφυγγάνει D.23.74.<br /><b class="num">2</b> [[escapar]] (αἱ κύνες) ἀεὶ τὸ φανὲν μεταθέουσαι ἀποφυγγάνειν τὸ πρόσθεν ἐῶσι Them.<i>Or</i>.18.220b, τὸ ἐπίπονον τῆς ἀρετῆς Thdt.<i>Affect</i>.7.2.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[salir absuelto]] de un proceso Ὀρέστης ... ὁμολογῶν θεῶν δικαστῶν τυχὼν ἀποφυγγάνει D.23.74.<br /><b class="num">2</b> [[escapar]] (αἱ κύνες) ἀεὶ τὸ φανὲν μεταθέουσαι ἀποφυγγάνειν τὸ πρόσθεν ἐῶσι Them.<i>Or</i>.18.220b, τὸ ἐπίπονον τῆς ἀρετῆς Thdt.<i>Affect</i>.7.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποφυγγάνω]] (Α)<br />αθωώνομαι.
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφυγγάνω Medium diacritics: ἀποφυγγάνω Low diacritics: αποφυγγάνω Capitals: ΑΠΟΦΥΓΓΑΝΩ
Transliteration A: apophyngánō Transliteration B: apophynganō Transliteration C: apofyggano Beta Code: a)pofugga/nw

English (LSJ)

   A = ἀποφεύγω, D.23.74, Them.Or.18.220b, al.

German (Pape)

[Seite 335] = ἀποφεύγω, nur praes., vor Gericht losgesprochen werden, Dem. 23, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφυγγάνω: ἀποφεύγω ΙΙ, Δημ. 644. 25.

Spanish (DGE)

1 salir absuelto de un proceso Ὀρέστης ... ὁμολογῶν θεῶν δικαστῶν τυχὼν ἀποφυγγάνει D.23.74.
2 escapar (αἱ κύνες) ἀεὶ τὸ φανὲν μεταθέουσαι ἀποφυγγάνειν τὸ πρόσθεν ἐῶσι Them.Or.18.220b, τὸ ἐπίπονον τῆς ἀρετῆς Thdt.Affect.7.2.

Greek Monolingual

ἀποφυγγάνω (Α)
αθωώνομαι.