ἐμφαρύγγομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(big3_14) |
(11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[tragar]] ψάμμους καὶ λίθους ... ἐμφαρυξάμεναι (αἱ ὄρνιθες) Dsc.<i>Ther</i>.19, cf. <i>Com.Adesp</i>.331. | |dgtxt=[[tragar]] ψάμμους καὶ λίθους ... ἐμφαρυξάμεναι (αἱ ὄρνιθες) Dsc.<i>Ther</i>.19, cf. <i>Com.Adesp</i>.331. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμφαρύγγομαι]] και [[ἐμφαρύσσομαι]] (Α)<br />[[θέτω]] [[μέσα]] στον φάρυγγα, [[καταβροχθίζω]], [[τρώω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. 1 part. -υξάμενος,
A gulp down, Com.Adesp.996, Dsc.Ther.19.
Spanish (DGE)
tragar ψάμμους καὶ λίθους ... ἐμφαρυξάμεναι (αἱ ὄρνιθες) Dsc.Ther.19, cf. Com.Adesp.331.
Greek Monolingual
ἐμφαρύγγομαι και ἐμφαρύσσομαι (Α)
θέτω μέσα στον φάρυγγα, καταβροχθίζω, τρώω.