ψακτήρ: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(6_12)
 
(47c)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψακτήρ''': ῆρος, ὁ, = [[ψήκτρα]], Ἡσύχ. ([[ἴσως]] ἀντὶ [[ψυκτήρ]]).
|lstext='''ψακτήρ''': ῆρος, ὁ, = [[ψήκτρα]], Ἡσύχ. ([[ἴσως]] ἀντὶ [[ψυκτήρ]]).
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ψήκτρα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του [[ψήχω]], με [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, [[αλλά]] εμφανίζει, [[αντί]] του αναμενόμενου αρχ. -<i>η</i>- του θ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψήκτρα]]), -<i>ᾱ</i>- μακρό (<b>βλ. λ.</b> <i>ψήω</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ψακτήρ: ῆρος, ὁ, = ψήκτρα, Ἡσύχ. (ἴσως ἀντὶ ψυκτήρ).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ψήκτρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ψήχω, με επίθημα -τήρ, αλλά εμφανίζει, αντί του αναμενόμενου αρχ. -η- του θ. (πρβλ. ψήκτρα), -- μακρό (βλ. λ. ψήω)].