Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωρυτός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(6_14)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χωρυτός''': ὁ, [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ γωρυτὸς, κατὰ τὸν Ἡσύχ., [[ἔνθα]] «[[γωρυτός]] [[τοξοθήκη]]. [[θύλακος]]. οἱ δὲ [[χωρυτός]]».
|lstext='''χωρυτός''': ὁ, [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ γωρυτὸς, κατὰ τὸν Ἡσύχ., [[ἔνθα]] «[[γωρυτός]] [[τοξοθήκη]]. [[θύλακος]]. οἱ δὲ [[χωρυτός]]».
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[θήκη]] τόξου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[γωρυτός]]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρυτός Medium diacritics: χωρυτός Low diacritics: χωρυτός Capitals: ΧΩΡΥΤΟΣ
Transliteration A: chōrytós Transliteration B: chōrytos Transliteration C: chorytos Beta Code: xwruto/s

English (LSJ)

ὁ, collat. form of γωρυτός, Hsch. s.h.v.

Greek (Liddell-Scott)

χωρυτός: ὁ, τύπος ἰσοδύναμος τῷ γωρυτὸς, κατὰ τὸν Ἡσύχ., ἔνθα «γωρυτός τοξοθήκη. θύλακος. οἱ δὲ χωρυτός».

Greek Monolingual

ὁ, Α
θήκη τόξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του γωρυτός].