ψηφίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(6_22)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψηφίδιον''': τό, μικρὰ [[ψῆφος]], μικρὸν πετράδιον, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.
|lstext='''ψηφίδιον''': τό, μικρὰ [[ψῆφος]], μικρὸν πετράδιον, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />υποκορ. τ. του [[ψήφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῆφος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στολ</i>-[[ίδιον]])].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφίδιον Medium diacritics: ψηφίδιον Low diacritics: ψηφίδιον Capitals: ΨΗΦΙΔΙΟΝ
Transliteration A: psēphídion Transliteration B: psēphidion Transliteration C: psifidion Beta Code: yhfi/dion

English (LSJ)

τό,

   A a little pebble, Iamb.Myst.3.17 (v.l. ψηφίδων gen. pl.).

Greek (Liddell-Scott)

ψηφίδιον: τό, μικρὰ ψῆφος, μικρὸν πετράδιον, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. τ. του ψήφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. στολ-ίδιον)].