ὠμίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
(6_14) |
(47c) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠμίζομαι''': μέσ., [[λαμβάνω]] εἰς τοὺς ὤμους μου, «ὠμισάμενος, εἰς τὸν ὦμον ἀγαγὼν» Σουΐδ. | |lstext='''ὠμίζομαι''': μέσ., [[λαμβάνω]] εἰς τοὺς ὤμους μου, «ὠμισάμενος, εἰς τὸν ὦμον ἀγαγὼν» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ὦμος]]<br />[[παίρνω]] στους ώμους μου και [[κουβαλώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
Med.,
A take on one's shoulders, Suid. (v.l. ὠμησάμενος), Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμίζομαι: μέσ., λαμβάνω εἰς τοὺς ὤμους μου, «ὠμισάμενος, εἰς τὸν ὦμον ἀγαγὼν» Σουΐδ.