ὠμίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
(6_14)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠμίζομαι''': μέσ., [[λαμβάνω]] εἰς τοὺς ὤμους μου, «ὠμισάμενος, εἰς τὸν ὦμον ἀγαγὼν» Σουΐδ.
|lstext='''ὠμίζομαι''': μέσ., [[λαμβάνω]] εἰς τοὺς ὤμους μου, «ὠμισάμενος, εἰς τὸν ὦμον ἀγαγὼν» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ὦμος]]<br />[[παίρνω]] στους ώμους μου και [[κουβαλώ]].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμίζομαι Medium diacritics: ὠμίζομαι Low diacritics: ωμίζομαι Capitals: ΩΜΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ōmízomai Transliteration B: ōmizomai Transliteration C: omizomai Beta Code: w)mi/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A take on one's shoulders, Suid. (v.l. ὠμησάμενος), Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμίζομαι: μέσ., λαμβάνω εἰς τοὺς ὤμους μου, «ὠμισάμενος, εἰς τὸν ὦμον ἀγαγὼν» Σουΐδ.

Greek Monolingual

Α ὦμος
παίρνω στους ώμους μου και κουβαλώ.