ψόφησις: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(6_8) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψόφησις''': -εως, ἡ, τὸ ποεῖν ψόφον, ἠχεῖν, εὐδαίμον’ ἔτικτε [[μήτηρ]] ἰκρίων [[ψόφησις]] Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 51, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 2, 5. | |lstext='''ψόφησις''': -εως, ἡ, τὸ ποεῖν ψόφον, ἠχεῖν, εὐδαίμον’ ἔτικτε [[μήτηρ]] ἰκρίων [[ψόφησις]] Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 51, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 2, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [<i>ψοφῶ</i> (Ι)]<br />[[παραγωγή]] ψόφου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making a noise, sounding, ἰκρίων Cratin.323 (lyr.), cf. Arist. de An.426a1.
German (Pape)
[Seite 1401] ἡ, das Geräuschmachen, Klingen, Tönen, Arist. de anim. 3, 2; Rauschen, Lärmen, ἰκρίων Cratin. bei Heph. p. 84.
Greek (Liddell-Scott)
ψόφησις: -εως, ἡ, τὸ ποεῖν ψόφον, ἠχεῖν, εὐδαίμον’ ἔτικτε μήτηρ ἰκρίων ψόφησις Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 51, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 2, 5.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α [ψοφῶ (Ι)]
παραγωγή ψόφου.