ἠριεργής: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(6_15)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠριεργής''': ὁ, ὁ ἐργαζόμενος, σκάπτων ἠρία, τάφους, Ἡσύχ.
|lstext='''ἠριεργής''': ὁ, ὁ ἐργαζόμενος, σκάπτων ἠρία, τάφους, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠριεργής]], ό (Α)<br />αυτός που σκάβει τάφους.
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠριεργής Medium diacritics: ἠριεργής Low diacritics: ηριεργής Capitals: ΗΡΙΕΡΓΗΣ
Transliteration A: ēriergḗs Transliteration B: ēriergēs Transliteration C: iriergis Beta Code: h)riergh/s

English (LSJ)

ὁ, (ἠρίον)

   A grave-digger, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1176] ὁ, der Gräber macht, auch τυμβώρυχος erkl., Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἠριεργής: ὁ, ὁ ἐργαζόμενος, σκάπτων ἠρία, τάφους, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἠριεργής, ό (Α)
αυτός που σκάβει τάφους.