ἠχικός: Difference between revisions
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
(6_10) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠχικός''': -ή, -όν, ([[ἦχος]]) = [[ἠχητικός]], Ἐπιγρ. ἐν Welck. Syll. 236. 4. | |lstext='''ἠχικός''': -ή, -όν, ([[ἦχος]]) = [[ἠχητικός]], Ἐπιγρ. ἐν Welck. Syll. 236. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἠχικός]], -ή, -όν (Α) [[ήχος]]<br />αυτός που παράγει ήχο, [[ηχητικός]], αυτός που ψάλλει, [[μελωδός]] («[[ἠχικός]] Αἰολίδης» — αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. <b>Πινδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ἦχος)
A = ἠχητικός, of Alcaeus, ἠ. Αἰολίδης, i.e. singing in Aeolic, Epigr. ap. Sch.Pi.O.p.10D.
German (Pape)
[Seite 1180] = ἠχετικός, Welck. syll. epigr. 236, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἠχικός: -ή, -όν, (ἦχος) = ἠχητικός, Ἐπιγρ. ἐν Welck. Syll. 236. 4.
Greek Monolingual
ἠχικός, -ή, -όν (Α) ήχος
αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός, αυτός που ψάλλει, μελωδός («ἠχικός Αἰολίδης» — αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. Πινδ.).