θλασπίδιον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(6_22)
(17)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''θλασπίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[θλάσπις]], ἴδε Διοσκ. 2. 186.
|lstext='''θλασπίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[θλάσπις]], ἴδε Διοσκ. 2. 186.
}}
{{grml
|mltxt=[[θλασπίδιον]], τὸ (Α)<br />υποκορ. του [[θλάσπις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[θλάσπις]]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1212] τό, dim. zum Folgdn, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

θλασπίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θλάσπις, ἴδε Διοσκ. 2. 186.

Greek Monolingual

θλασπίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θλάσπις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θλάσπις].