καλλιτράπεζος: Difference between revisions
From LSJ
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
(6_4) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλιτράπεζος''': ᾰ, ον, ἔχων ὡραίαν πλουσίαν τράπεζαν, Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 1. | |lstext='''καλλιτράπεζος''': ᾰ, ον, ἔχων ὡραίαν πλουσίαν τράπεζαν, Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καλλιτράπεζος]], -ον (Α)<br />αυτός που αγαπά τα πλουσιοπάροχα γεύματα, ο [[καλοφαγάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A with beautiful, i.e. well-spread, table, Call.Com.5, Amips.19.
German (Pape)
[Seite 1311] mit schöner Tafel; Amips. bei Ath. VI, 270 f; Ἰωνία Callias ib. XII, 524 f.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιτράπεζος: ᾰ, ον, ἔχων ὡραίαν πλουσίαν τράπεζαν, Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 1.
Greek Monolingual
καλλιτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τα πλουσιοπάροχα γεύματα, ο καλοφαγάς.