καθήλωμα: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(6_21)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθήλωμα''': τό, κάρφωμα, Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Ϛ΄, 21) κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδικα.
|lstext='''καθήλωμα''': τό, κάρφωμα, Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Ϛ΄, 21) κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδικα.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ (Α [[καθήλωμα]]) [[καθηλώ]]<br />[[καθήλωση]], [[κάρφωμα]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθήλωμα Medium diacritics: καθήλωμα Low diacritics: καθήλωμα Capitals: ΚΑΘΗΛΩΜΑ
Transliteration A: kathḗlōma Transliteration B: kathēlōma Transliteration C: kathiloma Beta Code: kaqh/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is nailed on, revetment, ib.3 Ki.6.20.

Greek (Liddell-Scott)

καθήλωμα: τό, κάρφωμα, Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Ϛ΄, 21) κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδικα.

Greek Monolingual

τὸ (Α καθήλωμα) καθηλώ
καθήλωση, κάρφωμα.