καινούργημα: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(6_21) |
(18) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινούργημα''': τό, [[καινοτόμημα]], [[νεωτερισμός]], Μεταγεν. | |lstext='''καινούργημα''': τό, [[καινοτόμημα]], [[νεωτερισμός]], Μεταγεν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καινούργημα]], τὸ (AM) [[καινουργώ]]<br />[[νεωτερισμός]], [[καινοτόμημα]], [[καινοτομία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:37, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1295] τό, Neuerung, Aenderung.
Greek (Liddell-Scott)
καινούργημα: τό, καινοτόμημα, νεωτερισμός, Μεταγεν.
Greek Monolingual
καινούργημα, τὸ (AM) καινουργώ
νεωτερισμός, καινοτόμημα, καινοτομία.