καινοτόμημα

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοτόμημα Medium diacritics: καινοτόμημα Low diacritics: καινοτόμημα Capitals: ΚΑΙΝΟΤΟΜΗΜΑ
Transliteration A: kainotómēma Transliteration B: kainotomēma Transliteration C: kainotomima Beta Code: kainoto/mhma

English (LSJ)

-ατος, τό, innovation, new form, ἐγκλημάτων Procop.Arc.21 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1295] τό, Neuerung.

Greek (Liddell-Scott)

καινοτόμημα: τό, νεωτερισμός, Μεταγεν.

Greek Monolingual

καινοτόμημα, τὸ (Α) καινοτομώ
νεωτερισμός.