κληρωτής: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κληρωτής''': -οῦ, ὁ, = [[κληρωτός]], [[Πολυδ]]. Θϳ, 44. ΙΙ. = [[κληρονόμος]], Ἐκκλ. | |lstext='''κληρωτής''': -οῦ, ὁ, = [[κληρωτός]], [[Πολυδ]]. Θϳ, 44. ΙΙ. = [[κληρονόμος]], Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κληρωτής]], δωρ. τ. κλαρωτής, ὁ (Α) [[κληρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που προεδρεύει στις εκλογές με κλήρο ή στις κληρώσεις τών δικαστών, αυτός που εκλέγει κάποιον με κλήρο<br /><b>2.</b> ο [[προικισμένος]] με μια κληρονομημένη [[ιδιότητα]], ο [[κληρονόμος]], ο [[κτήτορας]] («ἀρετῆς κληρωτήν», Μακάρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who presided over elections by lot or distributions of jurors, Poll.9.44; Dor. κλᾱρωτὰς δικαστᾶν Maiuri Nuova Silloge18.
German (Pape)
[Seite 1452] ὁ, der durchs Loos Erwählende, Poll. 9, 44. – Bei K. S. auch = Besitzer.
Greek (Liddell-Scott)
κληρωτής: -οῦ, ὁ, = κληρωτός, Πολυδ. Θϳ, 44. ΙΙ. = κληρονόμος, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κληρωτής, δωρ. τ. κλαρωτής, ὁ (Α) κληρώ
1. αυτός που προεδρεύει στις εκλογές με κλήρο ή στις κληρώσεις τών δικαστών, αυτός που εκλέγει κάποιον με κλήρο
2. ο προικισμένος με μια κληρονομημένη ιδιότητα, ο κληρονόμος, ο κτήτορας («ἀρετῆς κληρωτήν», Μακάρ.).