κομιστός: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_11)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομιστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κομίσῃ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 4, 1.
|lstext='''κομιστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κομίσῃ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 4, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[κομιστός]], -ή, -όν (Α) [[κομίζω]]<br />αυτός που μεταφέρθηκε.
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομιστός Medium diacritics: κομιστός Low diacritics: κομιστός Capitals: ΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: komistós Transliteration B: komistos Transliteration C: komistos Beta Code: komisto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A brought, J.AJ17.4.1.

Greek (Liddell-Scott)

κομιστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κομίσῃ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 4, 1.

Greek Monolingual

κομιστός, -ή, -όν (Α) κομίζω
αυτός που μεταφέρθηκε.