εὔστερνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6_17)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔστερνος''': -ον, ἔχων καλὰ καὶ εὐρέα στέρνα, Ἐμπεδ. 221, Μανέθων 4. 96.
|lstext='''εὔστερνος''': -ον, ἔχων καλὰ καὶ εὐρέα στέρνα, Ἐμπεδ. 221, Μανέθων 4. 96.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔστερνος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει πλατύ [[στέρνο]] («εὐστέρνοιο λέοντος», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στέρνον]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστερνος Medium diacritics: εὔστερνος Low diacritics: εύστερνος Capitals: ΕΥΣΤΕΡΝΟΣ
Transliteration A: eústernos Transliteration B: eusternos Transliteration C: eysternos Beta Code: eu)/sternos

English (LSJ)

ον,

   A broad-chested, Man.4.96; δαμάλεις Gp.17.2.1: metaph., χοάνοισι, of the earth, Emp.96.1.

German (Pape)

[Seite 1099] mit guter, starker Brust, λέων Man. 4, 96; Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

εὔστερνος: -ον, ἔχων καλὰ καὶ εὐρέα στέρνα, Ἐμπεδ. 221, Μανέθων 4. 96.

Greek Monolingual

εὔστερνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει πλατύ στέρνο («εὐστέρνοιο λέοντος», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στέρνον.