λακερολογία: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
(6_1)
(22)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰκερολογία''': [[ἀδολεσχία]], [[πολυλογία]], Παράφρ. Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 48.
|lstext='''λᾰκερολογία''': [[ἀδολεσχία]], [[πολυλογία]], Παράφρ. Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 48.
}}
{{grml
|mltxt=[[λακερολογία]], ἡ (Μ) [[λακερός]]<br />[[πολυλογία]], [[φλυαρία]].
}}
}}

Latest revision as of 06:41, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 8] ἡ, Geschwätzigkeit, bes. Schmähsucht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰκερολογία: ἀδολεσχία, πολυλογία, Παράφρ. Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 48.

Greek Monolingual

λακερολογία, ἡ (Μ) λακερός
πολυλογία, φλυαρία.